-
1 δημιο υργία
δημιο υργία, ἡ, das Verfertigen, Hervorbringen; ζώων Plat. Tim. 41 c; Arist. H. A. 1, 13; τῶν εἰδώλων Plat. Rep. X, 599 a; ἐκ τῶν λίνων Polit. 280 c; τεχνῶν, Betreiben der Künste, Conv. 197 a; die Kunst, das Handwerk, γραφικὴ καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη δ. Rep. IV, 401 a; καὶ τέχναι VI, 495 d; αἱ τῶν περὶ τὰ πέμματα δημιουργίαι Ath. I, 18 c. – Die Verwaltung der Staatsangelegenheiten, Staatsamt, Arist. Pol. 5, 10.
-
2 σπάρτον
σπάρτον (σπείρω), τό, ein gedrehtes oder gewundenes Seil; σπάρτα λέλυνται, Il. 2, 135; bes. ein aus σπάρτος gedrehtes Seil, Her. 5, 16; Thuc. 4, 48; ἐκ τῶν λίνων καὶ σπάρτων, Plat. Polit. 280 c. – Nach Varro bei Gell. N. A. 17, 3 ist bei den homerischen Tauen noch nicht an σπάρτος zu denken, also der Strauch nach den Tauen benannt und nicht umgekehrt. – Auch = σπάρτος, Arist. H. A. 9, 40, zw.
-
3 στύπινος
στύπινος, auch στύππινος, von Werg gemacht, D. Sic. 1, 35. – Γέρων στ. erkl. Phryn. in B. A. 33 : λευκὸς καὶ πολιός, oder der schwache: ἐπειδὴ ἀσϑενέστερά ἐστι τὰ στύππινα τῶν λινῶν.
-
4 λίνον
λίνον, τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο ἄωτον erklären kann, Il. 9, 661; λίνον μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου σπέρμα, Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ λίνον ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, ὅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ λίνον, gegen das Geschick, wie ὑπὲρ μόρον, Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. 9, 661 Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch λίνος.
См. также в других словарях:
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
σαίς — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου στο Δέλτα Α. του Νταμανχούρ, η σημερινή Σα ελ Χαγ κάρ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε σε προϊστορική εποχή από Αθηναίους αποίκους, που έφεραν εκεί τη λατρεία της Αθηνάς. Τότε άκμαζε στην πόλη η βιομηχανία των λινών… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… … Dictionary of Greek
Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… … Dictionary of Greek
Μπριζ — (γαλλ. Bruges, φλαμανδ. Brugge). Πόλη (116.836 κάτ.), του βορειοδυτικού Βελγίου, 90 χλμ. ΒΔ των Βρυξελλών. Πρωτεύουσα της επαρχίας της Δυτικής Φλάνδρας (2.982 τ. χλμ.), απέχει περίπου 15 χλμ. από τη Βόρεια θάλασσα, με την οποία (κατά τον… … Dictionary of Greek
Νταντί — (Dundee). Πόλη (155.700 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Άνγκους της ανατολικής Σκοτίας. Βρίσκεται 55 χλμ. ΒΑ του Εδιμβούργου, στη βόρεια όχθη του Φερθ οφ Τέι, οι όχθες του οποίου είναι συνδεμένες με μια γιγαντιαία γέφυρα μήκους… … Dictionary of Greek