Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ τῶν λίνων

См. также в других словарях:

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • σαίς — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου στο Δέλτα Α. του Νταμανχούρ, η σημερινή Σα ελ Χαγ κάρ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε σε προϊστορική εποχή από Αθηναίους αποίκους, που έφεραν εκεί τη λατρεία της Αθηνάς. Τότε άκμαζε στην πόλη η βιομηχανία των λινών… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… …   Dictionary of Greek

  • Μπριζ — (γαλλ. Bruges, φλαμανδ. Brugge). Πόλη (116.836 κάτ.), του βορειοδυτικού Βελγίου, 90 χλμ. ΒΔ των Βρυξελλών. Πρωτεύουσα της επαρχίας της Δυτικής Φλάνδρας (2.982 τ. χλμ.), απέχει περίπου 15 χλμ. από τη Βόρεια θάλασσα, με την οποία (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Νταντί — (Dundee). Πόλη (155.700 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Άνγκους της ανατολικής Σκοτίας. Βρίσκεται 55 χλμ. ΒΑ του Εδιμβούργου, στη βόρεια όχθη του Φερθ οφ Τέι, οι όχθες του οποίου είναι συνδεμένες με μια γιγαντιαία γέφυρα μήκους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»